Θέση-Πρόσβαση:
π. 35 χλμ. Ν των Ιωαννίνων, ανάμεσα στον ποταμό Λούρο και στις βόρειες απολήξεις του όρους Ζαρκορράχη.
Δημ. Στοιχεία:
Οικισμός (κ. 14) της Τ.Κ. Μουσιωτίτσας (κ. 609, υ. 700μ.), της Δ.Ε. Αγ. Δημητρίου.
Πληροφορίες-Ιστορία:
Δεν ξέρουμε πότε δημιουργήθηκε ο αρχικός οικισμός. Πάντως η κατάληξη «-ίτσα» ήταν ενδεικτική των Σλαβοβουλγάρων που τη χρησιμοποιούσαν με κάποιο ανδρικό όνομα για να δηλώσουν κατάσταση ή κτήση. Υπήρχε όμως με την κατάκτηση των Ιωαννίνων (1430) από τους Τούρκους. Μάλιστα μετά την κατάκτηση το χωριό αποτελούσε μέρος της ομάδας των Λακκοχωρίων ή Χωριών της Λάκκας Σουλίου (ΛΙ: 1/9, 3/17). Το 1798 ο Αλή Πασάς, επιστρέφοντας από το Δούναβη, έφερε μαζί του οικογένειες Βουλγάρων, που εγκατέστησε εδώ, όπως και σε άλλα μέρη. Όχι τυχαία βέβαια. Δίπλα στο χωριό, στις πλαγιές του Τόμαρου, υπήρχε ένας πλούσιος δρυμώνας από βαλανιδιές και άλλα δέντρα. Και οι Βούλγαροι, εκτός του ότι ήταν πολύ εργατικοί και πολύ καλοί στην καλλιέργεια της αμπέλου και των χωραφιών, ήξεραν εξίσου καλά και την τέχνη της κατασκευής και της χρήσης του άνθρακα. Λέγεται ότι από αυτούς έγινε γνωστή στους Γιαννιώτες η τέχνη αυτή να κάνουν κάρβουνο καίγοντας τα δέντρα σε καμίνι. Τα δέντρα όμως του δρυμώνα άρχισαν σιγά σιγά να λιγοστεύουν, αρχικά από αυτούς αργότερα από τους ντόπιους μέχρι που ο δρυμώνας εξαφανίστηκε τελείως. Οι Βούλγαροι αυτοί δεν εξελληνίστηκαν ποτέ, διατήρησαν τη γλώσσα τους και δεν έκαναν ποτέ γάμους με Έλληνες. Όταν δε ο Αλής πολιορκήθηκε στο Κάστρο, συνεννοήθηκαν κι έφυγαν μέσα σε μια νύχτα για τον τόπο τους. Το όνομά τους όμως έμεινε, αφού στη Μουσιωτίτσα όσοι ασχολούνταν τότε με τον άνθρακα τους έλεγαν Βουλγάρους (ΛΙ: 3/52).
Ο Λαμπρίδης (3/19, 1888) λέει ότι στην εποχή του στη Μουσιωτίτσα κατοικούσαν 70 αλβανικές οικογένειες. Μάλιστα ήταν το μοναδικό χωριό που οι γυναίκες δεν ήξεραν ελληνικά. Επίσης, προσθέτει (3/20) ότι τραγουδούσαν και μοιρολογούσαν στα ελληνικά, αλλά δεν ήξεραν τη σημασία των λέξεων, ενώ η προφορά τους ήταν «Τσιαμιακή». Το χωριό αναφέρεται και στην Οθωμανική Στατιστική (Σαλναμέ) του 1895, σαν τσιφλίκι στον Καζά Ιωαννίνων (6 ώρες πορεία μακριά) με 331 κατοίκους (ΚΜ). Το 1919 προσαρτήθηκε στην τότε Κοινότητα Μουσιωτίτσας.
Η Άνω Μουσιωτίτσα (Μαχαλάς) ήταν ένα από τα χωριά που έγιναν ολοκαύτωμα στην Κατοχή. Ήταν 24 Ιουλίου 1943 όταν οι κάτοικοι του χωριού πληροφορήθηκαν ότι οι Γερμανοί, κατεβαίνοντας από τα Ιωάννινα, πέρασαν τα Δωδωνοχώρια και τον Πεντόλακκο, τον οποίον βρήκαν έρημο, γιατί οι κάτοικοί του είχαν προλάβει να κρυφτούν. Τρομαγμένοι, έφυγαν κι αυτοί και κρύφτηκαν στη θέση «Σπιθάρι», τόπο με τα θερινά βοσκοτόπια, που χρησιμοποιούσαν και επί Τουρκοκρατίας σαν κρυψώνα. Την επομένη (25/7/1943), τέσσερις Γερμανικές ομάδες, στα πλαίσια της εκκαθάρισης των ανταρτών, έκαναν επίθεση από τέσσερα διαφορετικά σημεία. Η πρώτη ομάδα πέρασε από τη θέση όπου σήμερα είναι η Νέα Μουσιωτίτσα (η οποία τότε δεν είχε ακόμη δημιουργηθεί) και κατέληξε στο Κουκλέσι. Η δεύτερη ομάδα πέρασε από την Άνω Μουσιωτίτσα (Μαχαλά) και την Κάτω Μουσιωτίτσα, όπου έκαψαν σπίτια, άρπαξαν ζωντανά και συνέλαβαν συνολικά 45 άτομα. Η τρίτη ομάδα μπήκε στην Άνω Μουσιωτίτσα, τα έκανε όλα στάχτη και συνέχισε προς το Σπιθάρι, επειδή πίστευε ότι εκεί ήταν κρυμμένες οικογένειες ανταρτών. Μετά από έρευνα έκαψαν κι εκεί όλα τα καλύβια και συνέλαβαν 78 άτομα αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Από αυτούς ξεχώρισαν 15 νέους που χρειάζονταν για τα υποζύγιά τους και τους υπόλοιπους τους έβαλαν στη σειρά και τους εκτέλεσαν όλους εν ψυχρώ. Γλίτωσαν μόνο δύο, ένα 6χρονο παιδί (Ι. Γκόγκας) που το έκρυψε η μητέρα του κάτω από τα ρούχα της και ο 19χρονος Κων. Αναστασίου, που έπεσε κάτω περισσότερο από φόβο, αλλά γλίτωσε επειδή έμοιαζε σαν νεκρός από τα αίματα των συγχωριανών του που τον είχαν πλημμυρίσει. Την επομένη (26/7/1943), γιορτή της Αγ. Παρασκευής, οι κάτοικοι του χωριού, όσοι είχαν γλιτώσει, αντί να πάνε για το πανηγύρι όπως άλλοτε, ξεκίνησαν να θάψουν τους νεκρούς. Επειδή όμως ήταν πολλοί και το έδαφος ήταν κατάξερο μέσα στο καλοκαίρι δεν μπορούσαν να ανοίξουν ξεχωριστούς τάφους για τον καθένα. Έτσι χρησιμοποίησαν ένα πηγάδι που βρισκόταν στον τόπο της σφαγής. Εκεί έριξαν όσα πτώματα χωρούσε και τα υπόλοιπα τα έθαψαν σε έναν επιφανειακό λάκκο. Από τότε ο οικισμός αυτός σχεδόν εξαφανίστηκε, αφού και οι ελάχιστοι κάτοικοι μετακόμισαν. Παρ’ όλα αυτά πρόσφατα (1997) προσαρτήθηκε στο Δ. Αγ. Δημητρίου.